προπαρασκευαστής

προπαρασκευαστής
ο, Ν
άτομο που προπαρασκευάζει με ιδιαίτετα μαθήματα κάποιον, φροντιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπαρασκευάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπαρασκευαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που κάνει την προπαρασκευή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”